- λέσι(ο)
- τό1) падаль, тухлятина, дохлятина; 2) зловоние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λέσι — το (Μ λέσι) πτώμα ζώου, ψοφίμι νεοελλ. 1. δυσωδία, δυσοσμία, βρόμα 2. μτφ. για πρόσ. άχρηστος, ανίκανος ή τεμπέλης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. les] … Dictionary of Greek
εὐθαλέσι — εὐθαλής blooming masc/fem/neut dat pl εὐθᾱλέσι , εὐθαλής blooming masc/fem/neut dat pl εὐθᾱλέσι , εὐθηλής masc/fem/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί … Dictionary of Greek
μυριαρίφνητος — η, ο (Μ μυριαρίφνητος, η, ον) πολυάριθμος, πολυπληθής («και ξόμπλια μυριαρίφνητα πολλά όμορφα τού λέσι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀρίφνητος «αναρίθμητος, άπειρος»] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
leş — LEŞ1, leşuri, s.n. Cadavru, hoit, stârv. – Din tc. leş. Trimis de LauraGellner, 04.10.2007. Sursa: DEX 98 LEŞ2 s.m. v. leah. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 LEŞ s. v. cadavru … Dicționar Român
νεαλέσι — νεᾱλέσι , νεαλής newly caught masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείλεσι — χεί̱λεσι , χεῖλος lip neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλέσι — ἁ̱λέσι , ἁλής thronged masc/fem/neut dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)